NOTTE DELLA TARANTA

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Δημοσιογράφου

Κάποτε επισκέφθηκα την περιφέρεια της Απουλίας, στην Κάτω Ιταλία. Περνώντας από το ξακουστό γκραικάνικο χωριό Martano, σ’ ένα χαριτωμένο σπίτι, πρόσεξα το ομοίωμα ενός γάτου να κοσμεί την είσοδο. Περίεργη, την ώρα του γεύματος, ρώτησα τους ντόπιους τι σήμαινε. Οι πιο παλιοί μου διηγήθηκαν μια ιστορία. Σας τη μεταφέρω όπως τη θυμάμαι.
«Aperta la gattaiola», φώναξε ο Rodolfo Palumbo. Κι αμέσως επανέλαβε στα γκραικάνικα, τη γλώσσα τους: «Afisse anitto to kattali na javiki o muscio». Η Encardia Matinata πλησίασε με αργά βήματα την πόρτα. Γερόντισσα ευθυτενής και αειθαλής, από χρόνια στήριγμα του σπιτιού.
Συνήθως άνοιγε ο ίδιος με το χάραμα τη γατότρυπα για να βγαίνει ελεύθερα ο γάτος. Σήμερα αφαιρέθηκε. Δεν είχε κλείσει μάτι όλη νύχτα. Δεν χρειαζόταν όμως ξεκούραση. Χρειαζόταν απλώς τις αναμνήσεις του. Γι’ αυτό αιφνιδιάστηκε όταν ο Gattamoro, ο γάτος τους, άγγιξε με τα βιολετιά μαξιλαράκια της πατούσας του απαλά αλλά σταθερά το γόνατό του.
Ο Rodolfo Palumbo ρολόι δεν φορούσε ποτέ. Την ώρα την αποφάσιζε μόνος του. Άλλωστε υπήρχε και ο Gattamoro, που είχε άριστη σχέση με το χρόνο. Aμέσως μετά ακούστηκε και ο αλέκτωρ να λαλεί. Είκοσι εννέα Ιουνίου. H Notte della Taranta. Απόψε. Η νύχτα της ταραντέλας. 
Βγήκε στην αυλή, με τον Gattamoro να χαϊδεύει τα πόδια του.
Σαν σήμερα είχε γεννηθεί η θυγατέρα του. Η Rondinella του. Η μονάκριβή του. Tην ίδια μέρα χάθηκε και γυναίκα του, η Fidella, από το θανατηφόρο χτύπημα της αράχνης lykosa tarantula.
Η Fidella βρισκόταν στο ύπαιθρο όταν την έπιασαν οι πόνοι. Βγήκε ξημερώματα, όπως έκανε κάθε χρονιά αυτή τη μέρα. Άνθη και κλώνους διάλεγε. Με τη δροσιά. Δάφνες, λεβάντες, δεντρολίβανα. Έθιμο της οικογένειάς της ήταν να φτιάχνουν στεφάνια για να κοσμούν τα κοριτσίστικα κεφάλια αυτή τη νύχτα της γιορτής.
Κατέφυγε στην πιο κοντινή furnia. Για προφύλαξη. Η μυθική αράχνη ήταν εκεί. Καραδοκούσε. Η Fidella ήξερε τον τρόπο προστασίας. Όπως όλοι στη Magna Grecia. Ο χορός pizzica ταραντέλα εξαγνίζει το δηλητήριο. Οι ωδίνες του τοκετού όμως γίνονταν διαρκώς πιο έντονες. Τρέμοντας και ιδρώνοντας γέννησε την κόρη της. Έκοψε με τα δόντια τον ομφάλιο λώρο. Η προσπάθεια, ο πόνος και η επίδραση από το δηλητήριο, που απλωνόταν στο αίμα της, την είχαν καταβάλει. Έγειρε το κεφάλι στο πλάι ξέπνοη.
Ο Peppi tu Furnari, ο παραγιός του φούρναρη, είχε βγει στους αγρούς να μαζέψει ελαιόκλαδα. Πρώτα έκαιγαν στο φούρνο τρία φορτώματα με ελιές και μετά, όταν ήταν έτοιμος, τον σκούπιζαν και φούρνιζαν. Βιαζόταν. Είχαν να ψήσουν το τσωμί το ότσιμο, τις γιανέντε, τα πλάμματα.
Άκουσε το μωρό να κλαίει. Με ένα κλάμα επιτακτικό και σπαραξικάρδιο. Το βρήκε δίπλα στην άπνοη Fidella και απέναντί του μια ντόντουλα να το φυλάει. Μύριζε χώμα, αίμα, άχυρο και άγριο δυόσμο.
Πήγε γρήγορα στο ερημοκλήσι της Madonna Farauli. Να χτυπήσει το καμπανέλο. Να ακουστεί.
Ήταν ο μήνας του Tetu και οι θεριστές με το δρεπάνι στο δεξί και τρία καλάμια στα δάκτυλα του αριστερού χεριού για να μην κοπούνε, άρχιζαν πολύ πρωί με τη δροσιά να θερίζουν. Άφησαν τις χεροβολιές που είχαν μαζέψει και έτρεξαν.
Η Masciara Muscia άκουσε κι αυτή το καμπανέλο. Γάτα μεταμορφωμένη σε γυναίκα, έλεγαν γι’ αυτήν οι χωρικοί. Γιάτρισσα και μάγισσα. Ζούσε απομονωμένη στη Masseria Pizzicarella, όπου καλλιεργούσε βότανα για μαγγανείες και εξέτρεφε φίδια και ερπετά για να παρασκευάζει με το δηλητήριό τους φάρμακα.
Ο Rodolfo είχε περάσει πια τα σαράντα, όταν σε μια γιορτή στην Porta Rosa αντίκρισε την εικοσάχρονη Fidella να απαγγέλλει ποίηση. Θαμπώθηκε από το πνεύμα της και την ομορφιά της. Ρώτησε γι’ αυτήν. Του ‘παν πως έγραφε ιάμβους και ελεγείες. Ποιήτρια και ραψωδός. Καταγόταν από το Σαλέρνο, απευθείας απόγονος του Ελεάτη φιλοσόφου Παρμενίδη, που διατύπωσε την άποψη ότι ο κόσμος είναι αγέννητος, αιώνιος και άφθαρτος.
Ο ίδιος αγαπούσε τους γρίφους, τη λογοτεχνία, την επιστήμη και τις τέχνες. Ο pappo του και η nanna του είχαν την τόλμη να εγκαταλείψουν νιόπαντροι το Coriliagno και να ζητήσουν καταφύγιο στο Martano όταν ο γαιοκτήμονας είχε απαιτήσει να κάνει χρήση του Δικαιώματος της Πρώτης Νύχτας. Το Μεσαίωνα, στους γάμους των υπηκόων τους, οι φεουδάρχες είχαν το προνόμιο να περνούν εκείνοι με τη γυναίκα την πρώτη νύχτα. Το απεχθές αυτό έθιμο επιβίωνε ακόμα σε ορισμένα φέουδα.
Ο εγγονός τους, ρομαντική κι ανήσυχη ψυχή, είχε περιπλανηθεί από τις ακτές της Καρχηδόνας μέχρι τα όρη των Βάσκων, συλλέγοντας γνώσεις και εμπειρίες. «Kristiano matimeno» και «persona istruite» τον αποκαλούσαν γνωστοί και φίλοι, για την ευρυμάθειά του και την ορθή του κρίση.
Όταν υποσχέθηκε στη Fidella απόλυτη ελευθερία και στήριξη στη δημιουργικότητά της, εκείνη δέχτηκε αμέσως να τον παντρευτεί.
Ο maestro Rodolfo Palumbo κέρδιζε επιτυχώς τα προς το ζην φιλοτεχνώντας γλυπτά από cartapesta. Τέχνη παραδοσιακή, που ο ίδιος είχε εξελίξει. Δύο φορές το χρόνο περιόδευε στο Λέτσε, στον Τάραντα και στο Ότραντο. Παρέδιδε τα εξαίρετης πνοής έργα του σε συλλέκτες, εμπόρους τέχνης και Βόρειους περιηγητές.
Η Masciara Muscia έπλυνε το βρέφος με χαμομήλι, το άλειψε με αμυγδαλέλαιο, απολύμανε τον ομφάλιο λώρο με βαλσαμέλαιο και του φόρεσε καθαρές φασκιές, που ευωδίαζαν αλισίβα. Κατόπιν το απίθωσε στο κοφίνι με τα σύκα τα βασιλικά. Το κρατούσε για ρεγάλο στην Coccinella Fioritura. Μια χαρισματική οινοποιό που διηύθυνε με σιδερένια πυγμή την Bottega Santacroce. Αυτή με τη σειρά της θα της χάριζε ένα μπουκάλι από το νέκταρ των κρασιών της, το περίφημο «cinque rose».
Μόλις στο Martano φάνηκε η πομπή να πλησιάζει αργά από τον κάμπο με επικεφαλής τη Masciara Muscia, όσοι την είδαν κατάλαβαν και έσπευσαν αμέσως στο πλευρό του maestro.
Μία μέρα πριν είχε συναντήσει στη δημοσιά δύο καλόγριες. Η μία φορούσε μαύρο και η άλλη, ακόμα χειρότερα, μοβ ράσο. Όδευαν προς το Convento Vecchio. Τέντωσε το δείκτη και το μικρό του δάκτυλο, ενώ έσφιξε σε γρόθο τα υπόλοιπα δάχτυλα. Μια αποτρεπτική τελετουργία, περιορισμένης όμως εμβέλειας. Ύστερα ξέχασε το περιστατικό.
Τη Fidella την έφερναν οι θεριστές. Πάνω σε φορείο από δαφνόκλαδα. Δεξιά κι αριστερά κρέμονταν οι πλεξούδες της, χαλκόχρυσες, με τα άνθη ακόμη πάνω τους.
«Apetane. Istati nan ghennima diskolo», δήλωσε η Masciara Muscia. Ταυτόχρονα του έδινε το κοφίνι με το μωρό, και τα σύκα τα βασιλικά μαζί.
 «Tata, i muscia jennise i ekame pente musciulacia», φώναξε ενθουσιασμένη η Rondinella. Ήταν δεν ήταν έξι χρονών. «Piccola mia, akkadevikano i angeli a’ tton ajera», αποκρίθηκε με πλήρη θαυμασμό ο Rodolfo. Οι γυναίκες του σπιτιού, η Encardia Matinata και η Farfallina Profumata, καμάρωναν και γελούσαν καλόκαρδα.
Το πέμπτο, το μικρότερο, ήταν ο Gattamoro. Mόλις στάθηκε λίγο στα πόδια του και μύρισε τη Rondinella, την επέλεξε για ταίρι του και εγκαταστάθηκε μεγαλοπρεπώς και αποφασιστικά στο κεφαλάρι του κρεβατιού της.
Η μικρή έπαιζε κουτσό και χοροπηδούσε στις πλάκες της αυλής αποφεύγοντας τους αρμούς. Το ίδιο έκανε κι αυτός πίσω της. Έπαιρνε το γεύμα της. Αυτός κολλημένος στα πόδια της την περίμενε να αποφάει. Κοιμόταν. Αυτός ανάσαινε στο μάγουλό της. Διάβαζε. Αυτός γυρνούσε τις σελίδες του βιβλίου. Αγαπούσε τα ρούχα της, τα παπούτσια της, τα μαλλιά της. Τη μυρωδιά της, εκείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά από δροσερό χώμα και άγριο δυόσμο, που είχε από βρέφος, τη λάτρευε.
Η Encardia Matinata είχε ακολουθήσει τη Fidella από το Σαλέρνο, ως αφοσιωμένη ευνοούμενη. Δεμένη μαζί της, τώρα μεγάλωνε στοργικά την κόρη της. Της δίδασκε την ιστορία της οικογένειας, που κρατούσε από τους σεβάσμιους εκείνους Ελεάτες φιλοσόφους, μα και την ευγενή παράδοση της υφαντικής στην οποία είχαν διαπρέψει αρχαίες αρχόντισσες.
Κοντά στην τροφό της, Farfallina Profumata, η Rondinella μάθαινε μαγειρική και τυροκομία.
Η Coccinella Fioritura της μετέδωσε την αγάπη για την οινοποίηση και τη γνώση να παρασκευάζει latte di mandorle και amaro.
Η νονά της, η Masciara Muscia, μάγισσα και επιστήμων, την είχε μυήσει στη φαρμακευτική αλλά και στην επιστήμη των αυτοκρατορισσών, την αρωματοποιία. Ο δε ευτυχής πατήρ δίδασκε στην κόρη του γλώσσες και μαθηματικά.
Tις φορές που ακολουθούσε τη νονά της στις μυστηριώδεις αποδράσεις της, η Rondinella ανακάλυψε ότι κοντά σ’ ένα menhir υπήρχε άφθονος ασβεστόλιθος. Έμαθε να τον δουλεύει. Με έμφυτο χάρισμα γρήγορα άρχισε να σκαλίζει μορφές και παραστάσεις αξιοθαύμαστες.
Συνόδευε τον πατέρα της στα ταξίδια του στις μεγάλες πόλεις. Εκεί αγόραζε βιβλία και παρατηρούσε με δέος επί ώρες τους κομψούς ρόδακες, τα πέτρινα τέρατα, τα φανταστικά όντα με τις περίεργες ακροβατικές στάσεις και τα συμβολικά παραμορφωμένα πρόσωπα των αγίων στους φημισμένους ναούς.
Ο Gattamoro, μεγαλώνοντας, γινόταν ένας ζωηρός και διασκεδαστικός γάτος. Αν και λίγο ενοχλητικός, αφού έκρυβε αντικείμενα κάτω από το χαλί και έπινε νερό κατευθείαν από τη σιστέρνα. Ειδικά την ώρα που έβλεπε την Encardia Matinata να ποτίζει τα μυριστικά και τους ασφόδελους. Προφανώς επίτηδες, για να την εκνευρίσει. Την ενοχλούσε και την ώρα της μεσημεριανής ανάπαυσης, τραβώντας τις φουρκέτες και λύνοντας τον κότσο της. Όταν αυτή θυμωμένη μαζί του τον έπιανε και τον έβαζε στον stompo που τοποθετούσαν τα μωρά, πάντα εύρισκε τρόπο να ελευθερωθεί.                                           
 «Papa, ste kuo ti banda, ste kuo ittosono». Βιολί, ακορντεόν, κιθάρα, ταμπουρέλο. Οι Tamburellisti di Torrepaduli ξεπρόβαλλαν πανηγυρικά μέσα από τις αιωνόβιες ελιές, στα όρια του χωριού.
«Λαριλό λαριλό λολαλέρο».
Η Rondinella είχε φορέσει τη μακριά φούστα που την έκανε να μοιάζει με αερικό. Τα τορνευτά της πόδια διαγράφονταν μέσα από το λεπτό ύφασμα.
«Alocharia, alocharia. Stasera ta xoretsete, bambina mia». Τη θωρούσε εκστατικός. Διαπίστωνε πως η ninna του είχε γίνει πια σωστή γυναίκα. Ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά. Η γη τους, η χερσόνησος του Σαλέντο, ήταν η γη του επαναλαμβανόμενου τσιμπήματος.
«Aspro e to charti, aspro to chioni,
Aspro ene o chalazzi ce aspri e krini».
Προπορευόταν ο Rocco De Vitis. Η ομορφιά του έκοβε την ανάσα. Η φωνή του βαθιά και πονεμένη. Βεντέτες και αψιμαχίες τον έσπρωξαν να φύγει από το χωριό του στην Καλαβρία και να αναζητήσει την τύχη του στο Torrepaduli. Οι Tamburellisti γρήγορα διέγνωσαν το ταλέντο του και τον κάλεσαν να γίνει τραγουδιστής στην μπάντα τους.
«Άσπρος ο λαιµός σου και τα χέρια σου.
Στο στήθος σου δύο µήλα ασηµένια».
Μόλις κατάλαβε ότι απευθυνόταν σ’ εκείνη, κοκκίνισε.
«Σε ζωγράφισαν δύο καλοί µαστόροι,
Λεπτοί και ραφινάτοι»
Τώρα πια ήταν απέναντί της.
«Σε ζωγράφισαν και σ' έκαναν ωραία,
Και για ανάµνηση έµεινες στον κόσµο εσύ».
Δεν απέφυγε το βλέμμα του. Ανταποκρίθηκε.
Ξεκίνησε τον χορό, τον πανάρχαιο. Πίτσικα ταραντέλα.
Τέσσερα από οκτώ χνουδωτά πόδια κατάφεραν να πιάσουν μιαν άκρη της μακριάς φούστας. Για τα άλλα τέσσερα ήταν εύκολη δουλειά. Με άνεση βρήκαν το δρόμο για το στήθος, τα «μήλα τα ασημένια».
Το χρώμα τους ήταν μαβί και στις αρθρώσεις κόκκινο σαν το κοράλλι. Ο χορός γινόταν εύθυμος, σε χρόνο 6/8. Γρήγορος. Μια κραυγή της ξέφυγε. Ο πόνος ήταν ξαφνικός και οξύς. Την  αιφνιδίασε. Έπεσε στο έδαφος. Όλοι συνάχτηκαν γύρω της. Έπαθε κρίση, ιερή μανία.Διονυσιασμός την κατέλαβε. Κάποιοι τρέξανε στο πηγάδι του San Paolo. Το νερό του είχε θεραπευτικές ιδιότητες ανήμερα της γιορτής του, στις 29 Ιουνίου.
Αυτός τα παρακολουθούσε όλα από εκεί που βρισκόταν. Είδε τον Rocco De Vitis. Τον εισβολέα. Πώς την κοιτούσε. Πώς την πλησίασε. Δεν αμφέβαλλε. Μαζί μ’ αυτόν ήρθε το χνουδωτό πλάσμα, που τόλμησε να αγγίξει την αγαπημένη του. Μόλις είχε βρει βασανιστικό θάνατο. Έτσι όπως μόνον εκείνος ήξερε να σκοτώνει.
Η Rondinella πεσμένη, να τραντάζεται με δύναμη. Ανεξέλεγκτα. Οι κινήσεις της έμοιαζαν με τις κινήσεις της φοβερής αράχνης.  Πλησίασε αργά. Σαν ίσκιος. Τα μάτια του άγρια. Καρφωμένα πάνω της.  Είχε πυρετό, έτρεμε και ίδρωνε. Έκανε προσπάθειες να σταθεί αλλά έπεφτε απότομα.
Η δυνατή του όσφρηση δεν άργησε να βρει την πληγή. Η τραχιά του γλώσσα, ίδια με γυαλόχαρτο, την καθάρισε. Μετάγγισε το δηλητήριο στο δικό του σώμα. Τώρα μπορούσε ν’ ασχοληθεί με τον ανεπιθύμητο. Δεν πρόλαβε. Ένιωσε να σβήνει. Καταπονημένος, απομακρύνθηκε από την αυλή. Ήξερε κι αυτός, σαν το σοφό Επιμενίδη, μια σπηλιά. Στην πραγματικότητα ήταν ένα αφημένο στην τύχη του υπόσκαφο ελαιοτριβείο. Tο πέτρινο πιεστήριο είχε τη σωστή θερμοκρασία. Κουλουριάστηκε στο γούβωμα. Η μπάντα έπαιζε τα μοτίβα του εξορκισμού. Δώδεκα. Ένα για κάθε δηλητήριο. Οι γυναίκες ξεδίπλωναν τα χρωματιστά υφάσματα και τα ανέμιζαν. Δώδεκα. Ένα για κάθε δηλητήριο.
Ξύπνησε άφθαρτος από το σχεδόν επιμενίδειο ύπνο του. Είχαν περάσει πενήντα επτά ώρες. Όσες ημέρες είχε κοιμηθεί και ο αρχαίος θαυματοποιός. Στο τελευταίο όνειρο που είδε λίγο πριν ξυπνήσει, το τραπέζι ήταν στρωμένο για το δείπνο. Τα antipasti είχαν σερβιριστεί. Ο maestro άνοιγε μια μποτίλια «cinque rose». Από την κουζίνα ερχόταν η μυρωδιά του αγαπημένου του πιάτου, ravioli γεμιστά με ricotta και μοσχαρίσιο κιμά. Η γλυκιά του Rondinella τον καλούσε. Για να τον ταΐσει στο στόμα. Από το πιάτο της. Όμως διέκρινε σωστά; Αυτός δίπλα της ήταν ο Rocco De Vitis; Ξύπνησε για τα καλά. Και έτρεξε. Έπρεπε να τον σταματήσει.

Στο σημείο αυτό σώπασαν. Ανυπόμονη, επέμεινα να μάθω τι συνέβη παρακάτω. Μου γέμισαν το ποτήρι με «cinque rose». «Ξέρετε, μου είπαν ευγενικά αλλά αποφασιστικά, στον τόπο μας το φαγητό έχει αυστηρούς κανόνες. Πρέπει να τους σεβαστούμε». Το δεύτερο πιάτο ήταν μια τέλεια tagliata με σάλτσα ντομάτας. Για επιδόρπιο μάς σέρβιραν semifreddo με καραμελωμένα σύκα, βασιλικά. Το γεύμα έκλεισε με αρωματικό εσπρέσο και amaro. Tην ώρα που τους αποχαιρετούσαμε, οι Tamburellisti di Torrepaduli έπαιζαν αινιγματικά το «Aremu rondinella mu».